Balbúcie - ορισμός. Τι είναι το Balbúcie
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Balbúcie - ορισμός


Balbucio         
  • afegão]].
  • [[Alice Liddell]] fotografada por [[Lewis Carroll]].
  • garota]] deitada na [[areia]].
  • africana]]. Em destaque, um menino.
  • bolinhas de gude]].
  • Duas crianças olhando um [[rio]].
  • A partir do quinto ano de vida, crianças passam a dar um crescente valor à amizade.
  • japonesa]].
  • Jacarta]], [[Indonésia]].
  • A partir dos 10 anos de idade, crianças passam a dar mais importância a um grupo de amigos que possuem gostos semelhantes.
  • Criança soprando um [[dente-de-leão]].
ESTÁDIO DE DESENVOLVIMENTO HUMANO ENTRE O NASCIMENTO E A PUBERDADE
Crianças; Balbucio; Infantil; Infância
m.
Acto de balbuciar.
Fig.
Ensaio.
balbúcie      
s.f. dificuldade para falar; modo de falar daquele que balbucia; balbuciência
a b. das crianças
-etim prov. regr. de balbuciar ; divg. de balbucio ; ver balbuc(i)- -sin/var ver sinonímia de blesidade -ant ver antonímia de blesidade -par balbucie(fl.balbuciar)
balbúcie      
sf (de balbuciar)
1 Defeito orgânico que faz balbuciar.
2 Dificuldade de pronunciar. Var: balbuciência.